- ἀνωφελῶν
- ἀνωφελήςunprofitablemasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бесѣдованиѥ — БЕСѢДОВАНИ|Ѥ (14), ˫А с. Беседа, собеседование, разговор: бѣгати многа бесѣдовани˫а. преданиѥ ст҃ыхъ мужь. добрѣ поразумѣвшихъ. ПНЧ XIV, 162б; Въздеръжаще(с) ѡ(т) гл҃ъ праздныхъ бесѣдовань˫а не полезьна. строптань˫а и смѣха. (συντυχιῶν ἀνωφελῶν)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
φλαυροτόκεια — ἡ, Μ η δημιουργία ανώφελων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + τόκεια (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. καλλι τόκεια, καρπο τόκεια] … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek